- ακουσμένος
- -η, -ο (παθ. μτχ. τού ακούω)1. διάσημος, ξακουστός2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξακουσμένος — η, ο ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ ακουσμένος (< εξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)] … Dictionary of Greek
ακούγομαι — ακούγομαι, ακούστηκα, ακουσμένος βλ. πίν. 84 Σημειώσεις: ακούω, ακούγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 , 41 ). Π.χ. άκουα γέλια (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 46), ακούονταν γέλια και χειροκροτήματα (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 51) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής